φυρός

From LSJ
Revision as of 14:30, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φυρός Medium diacritics: φυρός Low diacritics: φυρός Capitals: ΦΥΡΟΣ
Transliteration A: phyrós Transliteration B: phyros Transliteration C: fyros Beta Code: furo/s

English (LSJ)

ά, όν, = sq., A βοῦς PGen.48.8 (iv A. D.); perh. cf. Hsch. s.v. φυρτίζεσθαι.

Greek Monolingual

-ή, -ό / φυρός, -ή, -όν, ΝΑ
νεοελλ.
1. αυτός που έχει φύρα, που έχει ελαττωθεί το βάρος του
2. φρ. α) «φυρό μυαλό» — αυτός που έχει φυράνει, που παρουσιάζει άνοια
β) «φυρό παράθυροξύλο]» — παράθυροξύλο] που έχει συρρικνωθεί
αρχ.
ο φυρόχρωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. με την αρχ. σημ. έχει προέλθει κατ' απόσπαση από το σύνθ. φυρό-χρωμος, ενώ με τη νεοελλ. σημ. κατ' απόσπαση από το σύνθ. φυρό-μυαλος (πρβλ. κουτός < κουτό-μυαλος)].