φυτάς
From LSJ
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
άδος, ἡ, A plant, φ. νέα Plu.2.411d.
German (Pape)
[Seite 1319] άδος, ἡ, die Pflanze, das Pflanzreis, der Senker, bes. des Oelbaums, Plut. def. or. 4.
Greek (Liddell-Scott)
φυτάς: -άδος, ἡ, νεαρὸν φυτόν, κλάδος, παραφυάς, Πλούτ. 2. 411D.
French (Bailly abrégé)
άδος (ἡ) :
rejeton d’olivier.
Étymologie: φυτόν.
Greek Monolingual
-άδος, ἡ, Α
(κυρίως σχετικά με την ελιά) νεαρό φυτό, παραφυάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυτόν + κατάλ. -άς, -άδος (πρβλ. θαμν-άς)].
Russian (Dvoretsky)
φῠτάς: άδος ἡ молодой побег, отводок Plut.