φύλαγμα

From LSJ
Revision as of 14:35, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ἐκ τῶν γυναικῶν ὄλλυται κόσμος μέγας → Magna ornamenta pereunt propter mulieres → Zum Opfer fällt den Frauen eine Menge Schmuck

Menander, Monostichoi, 181
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φύλαγμα Medium diacritics: φύλαγμα Low diacritics: φύλαγμα Capitals: ΦΥΛΑΓΜΑ
Transliteration A: phýlagma Transliteration B: phylagma Transliteration C: fylagma Beta Code: fu/lagma

English (LSJ)

[ῠ], ατος, τό, A gloss on ἔρυμα, Sch.Th.6.66; on εἶλαρ, EM298.4. 2 protection, γῆ αἰώνιον φ. Secund.Sent.15, cf. Simp. in Cat.373.36. II precept, commandment, LXXLe.8.35, 22.9, al., Jul.Gal.238c.

German (Pape)

[Seite 1313] τό, = φυλακή, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

φύλαγμα: τό, φραγμός, Σχόλ. εἰς Θουκ. 6. 66, Ἐτυμ. Μέγ. 298, 5., 378, 24. ΙΙ. παράγγελμα, ἐντολή, Ἑβδ. (Λευ. Ηϳ, 35., ΚΒϳ, 9, κ. ἀλλ.).

Spanish

objeto que protege, amuleto

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ, και φύλαμα Ν φυλάσσω
φύλαξη, περιφρούρηση
νεοελλ.
παραφύλαγμα, ενέδρα
μσν.-αρχ.
παράγγελμα, εντολή («φυλάξεσθε τὰ φυλάγματα Κυρίου», ΠΔ)
αρχ.
φράγμα, προστατευτικό τείχος.