φύλαγμα
From LSJ
Ἐκ τῶν γυναικῶν ὄλλυται κόσμος μέγας → Magna ornamenta pereunt propter mulieres → Zum Opfer fällt den Frauen eine Menge Schmuck
English (LSJ)
[ῠ], ατος, τό, A gloss on ἔρυμα, Sch.Th.6.66; on εἶλαρ, EM298.4. 2 protection, γῆ αἰώνιον φ. Secund.Sent.15, cf. Simp. in Cat.373.36. II precept, commandment, LXXLe.8.35, 22.9, al., Jul.Gal.238c.
German (Pape)
[Seite 1313] τό, = φυλακή, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
φύλαγμα: τό, φραγμός, Σχόλ. εἰς Θουκ. 6. 66, Ἐτυμ. Μέγ. 298, 5., 378, 24. ΙΙ. παράγγελμα, ἐντολή, Ἑβδ. (Λευ. Ηϳ, 35., ΚΒϳ, 9, κ. ἀλλ.).
Spanish
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ, και φύλαμα Ν φυλάσσω
φύλαξη, περιφρούρηση
νεοελλ.
παραφύλαγμα, ενέδρα
μσν.-αρχ.
παράγγελμα, εντολή («φυλάξεσθε τὰ φυλάγματα Κυρίου», ΠΔ)
αρχ.
φράγμα, προστατευτικό τείχος.