χάλκανθον

From LSJ
Revision as of 15:15, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χάλκανθον Medium diacritics: χάλκανθον Low diacritics: χάλκανθον Capitals: ΧΑΛΚΑΝΘΟΝ
Transliteration A: chálkanthon Transliteration B: chalkanthon Transliteration C: chalkanthon Beta Code: xa/lkanqon

English (LSJ)

τό, A solution of blue vitriol (copper sulphate), used for ink and for shoemaker's blacking, Dsc.3.80, Orph.A.960, Plin.HN34.123. II = χρυσάνθεμον, Ps.-Dsc.4.58.

German (Pape)

[Seite 1329] τό, = Vorigem, Orph. Arg. 963.

Greek (Liddell-Scott)

χάλκανθον: τό, διάλυσις χαλκίτιδος ἢ κυανῆς στυπτηρίας (θειικοῦ χαλκοῦ, «γαλαζοπέτρας») χρησιμεύουσα ὡς μέλαν πρὸς γραφὴν καὶ ὡς βαφὴ δερμάτων τῶν ὑποδηματοποιῶν, Λατ. chalcanthum, Διοσκ. 5. 114, Πλίν. 34. 32. ― ἀλλ’ ἀμφότεροι οἱ συγγραφεῖς φαίνεται ὅτι συνέχεαν τὸν θειικὸν χαλκὸν (κυανοῦν) πρὸς τὸν θειικὸν σίδηρον (πράσινον) ὡς καὶ παρὰ τοῖς νεωτέροις τὸ ὄνομα βιτριόλιον (vitriol) ἐδόθη εἰς ἀμφότερα· ― ὡσαύτως χάλκανθος, ὁ καὶ ἡ, Γαλην.· καὶ χαλκανθές, τό, Στράβ. 163, 648. ― Ἐπίθ. χαλκανθώδης, ες, ὅμοιος πρὸς χάλκανθον, Ἄντυλλ. παρ’ Ὀρειβασίῳ 279 Matth. ― Δὲν πρέπει δὲ νὰ συγχέωμεν τοῦτο πρὸς τὸ χαλκοῦ ἄνθος, ἴδε ἐν λ. χαλκὸς ΙΙΙ.

Spanish

sulfato de cobre

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ
μσν.
το χρυσάνθεμο
αρχ.
θειικός χαλκός που χρησιμοποιούσαν σε διάλυμα για μελάνη γραφής και για βαφή δερμάτων και υποδημάτων («τὸ καλούμενον χάλκανθον οὐδετέρως ἢ ὡς ἔνιοι χάλκανθος ἀρσενικῶς ἢ θηλυκῶς», Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + ἄνθος, κατά τα δευτερόκλιτα ουδ. σε -ον].