χιονοθρέμμων

From LSJ
Revision as of 15:30, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ὅσον ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ ἐφεωρᾶτο τῆς νήσου → as much of the island as was in view from the temple

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χῐονοθρέμμων Medium diacritics: χιονοθρέμμων Low diacritics: χιονοθρέμμων Capitals: ΧΙΟΝΟΘΡΕΜΜΩΝ
Transliteration A: chionothrémmōn Transliteration B: chionothremmōn Transliteration C: chionothremmon Beta Code: xionoqre/mmwn

English (LSJ)

ον, gen. -ονος, A fostering snow, snow-clad, σκοπιαί E.Hel.1323 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1356] ονος, Schnee nährend, hegend (mit Schnee bedeckt), σκοπιαί Eur. Hel. 1339.

Greek (Liddell-Scott)

χιονοθρέμμων: -ον, γεν. ονος, ὁ τρέφων χιόνα, περιβεβλημένος χιόνα, Ἴδη Εὐρ. Ἑλ. 1323· ὡς τὸ χιονοβοσκός, χιονοτρόφος.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
qui nourrit ou entretient la neige.
Étymologie: χιών, θρέμμα.

Greek Monolingual

-ον, Α
χιονοβοσκός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιών, χιόνος + -θρέμμων (< θ. θρεπ- του τρέφω [πρβλ. θρεπ-τός] + κατάλ. -μων), πρβλ. ὑδατο-θρέμμων].

Greek Monotonic

χῐονοθρέμμων: -ον, γεν. -ονος (τρέφω), αυτός που τρέφει χιόνι, καλυμένος με χιόνι, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

χιονοθρέμμων: 2, gen. ονος питающий снега, т. е. покрытый снегами (σκοπιαί Eur.).

Middle Liddell

χιονο-θρέμμων, ονος, τρέφω
fostering snow, snow-clad, Eur.