χλαμύδιον

From LSJ
Revision as of 15:40, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ (μήποτε ξένος γένῃ) → Bene hospiti fac: tu quoque hospes fors eris → Bewirte Gäste, denn auch du bist einmal Gast

Menander, Monostichoi, 400
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χλᾰμύδιον Medium diacritics: χλαμύδιον Low diacritics: χλαμύδιον Capitals: ΧΛΑΜΥΔΙΟΝ
Transliteration A: chlamýdion Transliteration B: chlamydion Transliteration C: chlamydion Beta Code: xlamu/dion

English (LSJ)

[ῠ], τό, Dim. of χλαμύς, Men.442 (troch.), PCair.Zen. 609.4 (iii B. C.), D.S.19.9, Plu.Rom.8, etc.; worn by ἔφηβοι, πρὶν ἐγγραφῆναι καὶ λαβεῖν τὸ χ. Antidot.2.2, cf. Teles p.42H. 2 shabby cloak, Plu.Phoc.29, Demetr.9, etc.

German (Pape)

[Seite 1358] τό, dim. von χλαμύς, Plut. Rom. 8 amat. 10.

Greek (Liddell-Scott)

χλᾰμύδιον: [ῠ], τό, ὑποκορ. τοῦ χλαμύς, καὶ ἐν χρήσει σχεδὸν ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, Μένανδρ. ἐν «Σικυωνίῳ» 2, Διόδ. 19. 9, Πλουτ. Ρωμ. 8, κλπ. 2) εὐτελὲς περίβλημα, ὁ αὐτ. ἐν Φωκ. 29, Δημητρ. 9, κλπ.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 dim. de χλαμύς;
2 c. χλαμύς.

Greek Monotonic

χλᾰμύδιον: [ῠ], τό,
1. υποκορ. του χλαμύς, σε Πλούτ.
2. ευτελές ένδυμα, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

χλᾰμύδιον: (ῠ) τό Men. etc. demin. к χλαμύς.

Middle Liddell

χλᾰμύ˘διον, ου, τό,
1. Dim. of χλαμύς, Plut.
2. a shabby cloak, Plut.