ἀδράφαξυς
From LSJ
Ὦ ξεῖν’, ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε κείμεθα τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι. → Go tell the Spartans, stranger passing by, that here, obedient to their laws, we lie.
English (LSJ)
or ἁδράφαξυς, ἡ, A v. ἀτράφαξυς.
German (Pape)
[Seite 37] υος, ἡ, ein Gartengewächs, Spinat, Phereer. B. A. 345; Sp. ἀνδράφαξυς, s. ἀτράφαξις.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδράφαξυς: ἢ ἀδράφαξυς, ἡ, ἴδ. ἀτράφαξυς.
Spanish (DGE)
uelἁδράφαξυς v. ἀτράφαξυς.
Frisk Etymological English
See also: ἀτράφαξυς
Frisk Etymology German
ἀδράφαξυς: {adráphaksus}
See also: s. ἀτράφαξυς.
Page 1,21