ἀκόνιον

From LSJ
Revision as of 17:03, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

τῷ ἄφρονι περιττεύει τὸ πάθος → the stupid man is carried away by passion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκόνιον Medium diacritics: ἀκόνιον Low diacritics: ακόνιον Capitals: ΑΚΟΝΙΟΝ
Transliteration A: akónion Transliteration B: akonion Transliteration C: akonion Beta Code: a)ko/nion

English (LSJ)

τό, in Medicine, specific for eyes, prob. powdered A by rubbing on an ἀκόνη, Dsc.1.98.

German (Pape)

[Seite 77] τό, Augenheilmittel, Dioscor.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκόνιον: τό, παρ’ ἰατρ. φάρμακόν τι ἀντιπαθὲς ὀφθαλμικῇ νόσῳ, πιθανῶς τριβόμενον ἐπὶ ἀκόνης, Διοσκ. 1. 129.

Spanish (DGE)

τό
polvillopara hacer un colirio para los ojos, Dsc.1.98.2, cf. Hdn.Gr.1.363.

Greek Monolingual

ἀκόνιον, το (AM)
μσν.
το ακόνι
αρχ.
είδος φαρμάκου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υποκοριστικό του αρχαίου οοσιαστικού ἀκόνη. Η λ. στον Διοσκορίδη δηλώνει «είδος φαρμάκου για τα μάτια» — η σημασία αυτή είναι πιθανό να οφείλεται στην ομοιότητα του φαρμάκου με τη σκόνη που παράγεται κατά τη χρησιμοποίηση του ακονιού.
ΠΑΡ. νεοελλ. ακόνι].