ἀλυσιτέλεια
From LSJ
English (LSJ)
ἡ, A damage, prejudice, Plb.4.47.1.
German (Pape)
[Seite 111] ἡ, Schaden, Verlust, Pol. 4, 47.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλῡσῐτέλεια: ἡ, βλάβη, ζημία, Πολύβ. 4, 47, 1.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
inconveniente, desventaja ἀ. καὶ δυσχρηστία Plb.4.47.1.
Greek Monolingual
η (Α ἀλυσιτέλεια) ἀλυσιτελής
έλλειψη ωφέλειας ή κέρδους, το ανώφελο, το ασύμφορο, η ζημιά.
Russian (Dvoretsky)
ἀλῡσῐτέλεια: ἡ урон, ущерб Polyb.