ἀνήλιος
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
English (LSJ)
Dor. ἀν-άλιος, ον, A without sun, unsunned, sunless, of the nether world, A.Th.859 (lyr.); μυχοί, δνόφοι, Id.Pr.453, Ch.51(lyr.); φυλλάς S.OC676 (lyr.); λιβάς E.Andr.534 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 229] ohne Sonne, schattig, dunkel, μυχοὶ ἄντρων Aesch. Prom. 451; δνόφος Ch. 50; λάμπη Eum. 365; φυλλάς Soph. O. C. 682; λιβάς Eur. Andr. 535; Luc. Necyom. 9.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνήλιος: Δωρ. -άλιος, ον, ὁ ἄνευ ἡλίου, ὃν δὲν βλέπει ὁ ἥλιος, σκιερός, σκοτεινός, ἐπὶ τοῦ κάτω κόσμου, Αἰσχύλ. Θ. 859· μυχοί, δνόφοι ὁ αὐτ. Πρ. 453, Χο. 51· φυλλὰς Σοφ. Ο. Κ. 676· λιβὰς Εὐρ. Ἀνδρ. 534.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans soleil, sombre.
Étymologie: ἀ, ἥλιος.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): dór. ἀνάλιος A.Th.859, E.Alc.437, Io 500
I 1no soleado, no iluminado por el soldel Hades χέρσος A.l.c., cf. E.HF 607
•de cuevas y lugares subterráneos ἄντρων μυχοί A.Pr.453, ἄντρα E.Io l.c.
•de las antorchas de las Euménides, A.Eu.386
•de la tierra τῆς γῆς ἀνήλιον μέρος Plu.2.330d, χωρίον Luc.Nec.9.
2 sombrío οἶκος E.Alc.l.c., Gal.13.778, δόμοι E.Alc.852, λιβάς E.Andr.534.
II que quita el sol φυλλάς S.OC 676.
Greek Monolingual
-α, -ο (Α ἀνήλιος, -ον)
αυτός που δεν τον βλέπει ο ήλιος, σκιερός, σκοτεινός.
Greek Monotonic
ἀνήλιος: Δωρ. -άλιος, -ον, ανήλιαγος, σκιερός, σε Τραγ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνήλιος: дор. ἀνάλιος 2 (ᾱλ)
1) неозаряемый солнцем, бессолнечный, мрачный (μυχοὶ ἄντρων Aesch.; λιβας Eur.; τῆς γῆς μέρος Plut.; χωρίον Luc.);
2) темный, тенисстый (φυλλάς Soph.).
Middle Liddell
without sun, sunless, Trag.