ἀναγραμματίζω
κάλλιστον τὸ δικαιότατον, λῷστον δ' ὑγιαίνειν → nothing is more beautiful than being just, but nothing is more pleasant than being healthy | Most beautiful is what is most just; the best thing is to be healthy.
English (LSJ)
A write the letters of a name in direct and then in reverse order, PMag.Leid.W.3.21 (Pass.), al. II transpose the letters of one word so as to form another, Eust.46.2, 488.12 (Pass.); e. g. Ἥρα ἀήρ, ἀρετή ἐρατή, Ἀρσινόη ἴον Ἥρας, Πτολεμαῖος ἀπὸ μέλιτος.
German (Pape)
[Seite 184] ein Anagramm machen, die Buchstaben eines Wortes so umstellen, daß sie ein anderes bilden, Gramm., z. B. ἀναγραμματισθεὶς ὁ χόλος λόχον ποιεῖ· Ἀρσινόη, Ἥρας ἴον.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναγραμματίζω: μετατίθημι τὰ γράμματα λέξεώς τινος, οὕτως ὥστε νὰ ἀποτελῆται ἄλλη λέξις, π.χ. ἡ λέξις Ἥρα γίνεται ἀήρ, ἡ ἀρετὴ ἐρατή, ἡ Ἀρσινόη ἴον Ἥρας, ὁ Πτολεμαῖος ἀπό μέλιτος καὶ πολλὰ ἄλλα, Εὐστ. καὶ ἀλλ.
Spanish (DGE)
1 escribir una palabra capicúa e.d. aquella cuya lectura resulta igual de derecha a izquierda que de izquierda a derecha como Βαϊνχωωωχωωωχνϊαβ PMag.13.106, cf. 13.183.
2 escribir diferentes palabras utilizando las mismas letras como Ἥρα, ἀήρ Eust.46.4.
Greek Monolingual
(Μ ἀναγραμματίζω)
αλλάζω τη σειρά τών γραμμάτων μιας λέξης ή φράσης έτσι ώστε να σχηματιστεί νέα λέξη ή φράση, π.χ. αήρ: Ήρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανάγραμμα.
ΠΑΡ. μσν.-νεοελλ. αναγραμματισμός νεοελλ. αναγραμμάτιση].