ἀνακίρναμαι

From LSJ
Revision as of 18:20, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann

Menander, Monostichoi, 554
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνακίρνᾰμαι Medium diacritics: ἀνακίρναμαι Low diacritics: ανακίρναμαι Capitals: ΑΝΑΚΙΡΝΑΜΑΙ
Transliteration A: anakírnamai Transliteration B: anakirnamai Transliteration C: anakirnamai Beta Code: a)naki/rnamai

English (LSJ)

A mix, ἀνακίρναται ποτόν S.Fr.255.8: metaph., φιλίας . . ἀνακίρνασθαι mix the bowl of friendship, E.Hipp.254. II as Pass., ἀὴρ ἡλίου ἀκτῖσιν ἀνακιρνάμενος tempered by... Pl. Ax.371d: mingle with, Iamb. in Nic.p.73 P.:—Act., ἀνακίρνησιν Ph.1.284, part. -κιρνάς 1.153:—Pass., ἀνακιρνᾶται Id.Fr.74 H. (s. v. l.), cf. Alex. Trall.1.13.

German (Pape)

[Seite 192] (s. κίρνημι), mischen, ποτόν, sagte Soph. frg. 237 von der Traube, das Getränk brauend; übertr., μετρίας φιλίας, Freundschaft knüpfen, Eur. Hipp. 264. – Pass., ἀὴρ ἡλίου ἀκτῖσιν ἀνακιρνάμενος Plat. Ax. 371 a, durch Sonnenstrahlen temperirt; vgl. Man. 5, 60.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνακίρναμαι: ἀποθ. ἀναμιγνύω, ἀνακίρναται ποτὸν Σοφ. Ἀποσπ. 239: μεταφ. φιλίας... ἀνακίρνασθαι, ἀναμιγνύειν τὸν κρατῆρα τῆς φιλίας, Λατ. jengere amicitias, Εὐρ. Ἱππ. 254, ἴδε Πόρσ. Μήδ. 138· πρβλ. νεοκράς. ΙΙ. ὡς παθ., ἀὴρ ἡλίου ἀκτῖσιν ἀνακιρνάμενος, συγκιρνώμενος, μετριαζόμενος…, Πλάτ. Ἀξ. 371D: - ἐνεργ. τύπος ἀνακίρνησιν ἀπαντᾷ παρὰ Φίλωνι 1.184.

French (Bailly abrégé)

Moy. de ἀνακίρνημι.

Spanish (DGE)

(ἀνακίρνᾰμαι) • Alolema(s): act. ἀνακίρνημι Ph.1.153, 284
1 intr. mezclarse ποτόν S.Fr.255.8
templar ἀὴρ ... ἡλίου ἀκτίσιν Pl.Ax.371d.
2 tr. fig. trabar, mezclar φιλίας θνητοὺς ἀνακίρνασθαι E.Hipp.254
en v. act. mezclar τῷ πάσχειν τὸ ποιεῖν Ph.1.153, cf. 284, Iambl.in Nic.p.73.

Greek Monolingual

ἀνακίρναμαι (Α)
1. αναμιγνύω, ανακατεύω
2. υφίσταμαι ύφεση, μετριάζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + κίρναμαι, παράλληλος, ποιητ. τ. του κεράννυμι.

Greek Monotonic

ἀνακίρνᾰμαι: αποθ., αναμειγνύω καλά· μεταφ., φιλίας ἀνακίρνασθαι, συμμετέχω στην πιο στενή φιλία, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνακίρνᾰμαι:
1) смешивать, разбавлять (ποτόν Soph.): φιλίας ἀ. Eur. завязать дружеские отношения, подружиться;
2) смешиваться, умеряться, смягчаться (ἀὴρ ἡλίου ἀκτῖσιν ἀνακιρνάμενος Plat.): ἀ. τινι Plut. смешиваться с чем-л.

Middle Liddell


Dep. to mix well: metaph., φιλίας ἀνακίρνασθαι to join in closest friendship, Eur.