ἀπέρασις
English (LSJ)
εως, ἡ, (ἀπεράω) A spitting out, vomiting, Plu.2.134e, Philum.Ven.17.6: metaph., Str.8.8.4 (ἀπέκρυσις codd.). II carrying off of moisture, Thphr.CP2.9.8: metaph., Iamb.Myst.3.9.
German (Pape)
[Seite 287] ἡ, das Ausspeien, Plut. sanit. tu. p. 402; das Ableiten überflüssiger Feuchtigkeit, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπέρᾱσις: -εως, ἡ, (ἀπεράω) τὸ ἐξεμεῖν, ἔμετος, Πλούτ. 2. 134Ε: μεταφορ. Στράβ. 389 (διορθωθὲν ἐκ χειρογρ. ἀντὶ τοῦ ἀπέκρυσις). ΙΙ. ἀποχωρισμός, ἀφαίρεσις ὑγρασίας, Θεοφρ. Αἰτ. Φυτ. 2. 9, 8.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
vomissement.
Étymologie: ἀπό, ἐράω².
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
acción de sacar hacia afuera, de arrojar fuera de sí, expulsión ref. al vómito, Plu.2.134e, Philum.Ven.17.6, Iambl.Myst.3.9
•fig. τῶν παθῶν τούτων ἀ. Procl.in R.1.50.18
•ref. al jugo de una fruta abierta, Thphr.CP 2.9.8
•ref. a la salida de un río subterráneo, Str.8.8.4.
Greek Monolingual
ἀπέρασις, η (Α) απερώ
1. εμετός
2. αφαίρεση υγρού ή υγρασίας.
Russian (Dvoretsky)
ἀπέρᾱσις: εως ἡ рвота Plut.