ἀπειλητήρ

From LSJ
Revision as of 20:05, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπειλητήρ Medium diacritics: ἀπειλητήρ Low diacritics: απειλητήρ Capitals: ΑΠΕΙΛΗΤΗΡ
Transliteration A: apeilētḗr Transliteration B: apeilētēr Transliteration C: apeilitir Beta Code: a)peilhth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, A threatener, boaster, Il.7.96, Call.Del.69, AP6.95 (Antiph.): as Adj., Nonn.D.4.378,al.:—fem. ἀπειλ-ήτειρα, ib.2.257.

German (Pape)

[Seite 283] ῆρος, ὁ, der Droher, Großprahler, Il. 7, 96; μύωψ Antiphil. 4 (VI, 95).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπειλητήρ: ῆρος, ὁ, ὁ ἀπειλὰς ἐκφέρων, κομπαστής, Ἰλ. Η. 96, Καλλ. εἰς Δῆλ. 69, Ἀνθ. Π. 6. 95: -ήτειρα, ἡ, ὡς θηλ. ἐπίθ., Νόνν. Δ. 2. 257.

French (Bailly abrégé)

ῆρος;
adj. m.
1 qui menace;
2 fanfaron, vantard.
Étymologie: ἀπειλέω.

English (Autenrieth)

ῆρος: boaster, pl., Il. 7.96†.

Spanish (DGE)

-ῆρος, ὁ
1 fanfarrón ὤ μοι, ἀπειλητῆρες, Ἀχαιΐδες, οὐκέτ' Ἀχαιοί Il.7.96.
2 amenazador μίμνον ἀπειλητῆρες Call.Del.69
como adj. μύωψ AP 6.95 (Antiphil.), δεσμός Nonn.D.4.366.

Greek Monolingual

ἀπειλητήρ (-ῆρος), ο (Α)
κομπαστής, καυχησιάρης.

Greek Monotonic

ἀπειλητήρ: -ῆρος, ὁ (ἀπειλέω
1. αυτός που απειλεί, που εκφοβίζει, σε Ομήρ. Ιλ.
2. κομπορρήμονας, καυχησιολόγος, στο ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπειλητήρ: ῆρος ὁ произносящий пустые угрозы, хвастун Hom., Anth.

Middle Liddell

ἀπειλέω
a threatener, boaster, Il.