ἀποπεμπτικός

From LSJ
Revision as of 20:34, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.

Horace, Epistles 1.34
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποπεμπτικός Medium diacritics: ἀποπεμπτικός Low diacritics: αποπεμπτικός Capitals: ΑΠΟΠΕΜΠΤΙΚΟΣ
Transliteration A: apopemptikós Transliteration B: apopemptikos Transliteration C: apopemptikos Beta Code: a)popemptiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A valedictory, ὕμνοι Men.Rh.p.336S.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποπεμπτικός: -ή, -όν, προπεμπτικός, ὕμνοι ἀποπεμπτικοί, ἀδόμενοι κατὰ τὰς πιστευομένας ἀποδημίας τῶν θεῶν ἔκ τινος τόπου ἢ χώρας, τὸ «κατ’ εὐόδιον» ὡς λέγομεν νῦν, Ρήτορες (Walz) τ. 9. 132, 10., 139, 5· ἀποπεμπτικὸν τῆς τοῦ λαοῦ ἀμαρτίας τὸ ζῷον τοῦτο, ὁ ἀποπομπαῖος τράγος, Γρηγ. Νύσσ. 1. σ. 364.

Spanish (DGE)

-ή, -όν de despedida ὕμνοι Men.Rh.336, cf. 333.

Greek Monolingual

ἀποπεμπτικός, -ή, -όν (Α) απόπεμπτος
1. αυτός που αναφέρεται στην αποπομπή, αποτρεπτικός
2. φρ. «ἀποπεμπτικοὶ ὕμνοι» — ύμνοι που κατευόδωναν κάποιον θεό όταν έφευγε από τον ναό του.