ἀπροπτωσία

From LSJ
Revision as of 20:54, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπροπτωσία Medium diacritics: ἀπροπτωσία Low diacritics: απροπτωσία Capitals: ΑΠΡΟΠΤΩΣΙΑ
Transliteration A: aproptōsía Transliteration B: aproptōsia Transliteration C: aproptosia Beta Code: a)proptwsi/a

English (LSJ)

ἡ, A freedom from precipitancy, deliberateness, Stoic. 2.39, Chrysipp.ib.40, M.Ant.3.9.

German (Pape)

[Seite 339] ἡ, das Wesen des ἀπρόπτωτος, M. Anton. 3, 9. Bei D. L. 7, 46 erkl. Zeno sie = ἐπιστήμη τοῦ πότε δεῖ συγκατατίθεσθαι καὶ μή.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπροπτωσία: ἡ, ὡς τὸ ἀπροπετία, ἔλλειψις προπετείας, περίσκεψις, Ζήνων ὁ Στωικὸς παρὰ Διογ. Λ. 7. 46 ὁρίζει αὐτήν, ἐπιστήμην τοῦ πότε δεῖ συγκατατίθεσθαι καὶ μὴ Μ. Ἀντων. 3.9.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
art de ne pas céder trop promptement.
Étymologie: ἀ, προπίπτω.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
ausencia de precipitación, parsimonia τήν τε ἀπροπτωσίαν ἐπιστήμην τοῦ ποτε δεῖ συγκατατίθεσθαι καὶ μή Chrysipp.Stoic.2.39, τὴν (ἀ)προπτωσί(αν) τιμῶμ(ε)ν Chrysipp.Stoic.2.40, cf. M.Ant.3.9.

Russian (Dvoretsky)

ἀπροπτωσία: ἡ неторопливость, выдержка Diog. L.