ἀσκεψία
From LSJ
English (LSJ)
ἡ, A want of consideration, heedlessness, Plb.2.63.5.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσκεψία: ἡ, ἔλλειψις σκέψεως, ἀλογιστία, Πολύβ. 2. 63, 5.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
falta de reflexión ἔτι δ' ἀσκεψίας ἐστὶ σημεῖον Plb.2.63.5, cf. quizá Phld.Ind.Sto.5.6.
Greek Monolingual
η (Α ἀσκεψία)
απερισκεψία, επιπόλαια σκέψη ή ενέργεια.
Russian (Dvoretsky)
ἀσκεψία: ἡ неосмотрительность, необдуманность Polyb.