ἐκκεραΐζω
Αὐτάρκης ἔσῃ, ἂν μάθῃς τί τὸ καλὸν κἀγαθόν ἐστι → You will be contented with your lot if you learn what the honourable and good is
English (LSJ)
A plunder, pillage, sack, Call.Cer.50 ; cut down, πίτυν AP 9.312 (Zon.).
German (Pape)
[Seite 762] aushauen; πίτυν Zon. 5 (IX, 312); ganz verwüsten, ἱερόν Callim. Cer. 50.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκκεραΐζω: διαρπάζω, λαφυραγωγῶ, Καλλ. εἰς Δήμ. 50· κόπτω πρόρριζα, καταστρέφω, Ἀνθ. Π. 9. 312.
French (Bailly abrégé)
1 abattre, renverser;
2 p. ext. détruire, piller.
Étymologie: ἐκ, κεραΐζω.
Spanish (DGE)
1 abatir, arrasar, asolar τᾶς (Δάματρος) ἱερόν ref. al bosque sagrado, Call.Cer.49, πίτυν AP 9.312 (Zon.), πόλεις τε ὁμοῦ καὶ χώρας Cyr.Al.M.72.29B.
2 por confusión c. κέρας descornar ἃς (κεφαλάς) ὑμεῖς ... ἐκκεραΐσασαι de la Bestia apocalíptica, Meth.Symp.208, fig., en v. pas. ἐκκεραϊζομένης τοῦ δράκοντος τῆς ἰσχύος Meth.Symp.207.
Greek Monolingual
ἐκκεραΐζω (Α)
1. διαρπάζω, λεηλατώ
2. καταστρέφω.
Greek Monotonic
ἐκκεραΐζω: μέλ. -σω, αποκόπτω τη ρίζα και τα κλαδιά, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἐκκεραΐζω: вырубать, срубать (γηραλέαν πίτυν Anth.).