ἐλλειπτικός

From LSJ
Revision as of 01:35, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐλλειπτικός Medium diacritics: ἐλλειπτικός Low diacritics: ελλειπτικός Capitals: ΕΛΛΕΙΠΤΙΚΟΣ
Transliteration A: elleiptikós Transliteration B: elleiptikos Transliteration C: elleiptikos Beta Code: e)lleiptiko/s

English (LSJ)

ή, όν, in Gramm., A elliptic, defective, σχῆμα Eust.66.24, cf. A.D.Conj.226.20: c.gen., τῶν μορίων Id.Synt. 141.14. Adv. -κῶς Phlp.in APr.316.30, Eust.1080.17. b summary, brief, Gal.15.796. Adv. -κῶς Id.18(1).881.

German (Pape)

[Seite 800] ή, όν, dasselbe, elliptisch, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλλειπτικός: -ή, -όν, παρὰ Γραμματικοῖς ὁ ἔχων ἔλλειψιν, στερούμενος τύπων τινῶν, ἐλλιπής, ἀτελής, Εὐστ. 66. 24. ― Ἐπίρρ. -κῶς, ἴδε ἔλλειψις.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1gram., lit. abreviado, elíptico, sucinto λόγος A.D.Coni.226.20, σχῆμα Eust.66.44, 319.35, κατὰ τὸν ἐλλειπτικὸν τρόπον ... γεγραμμένα Gal.15.796, c. gen. τῶν προκειμένων μορίων A.D.Synt.141.15, αἱ προθέσεις ἐλλειπτικαί εἰσι τῶν ῥημάτων EM 357.38G.
de un autor cuya obra está falta de, que no utiliza c. dat. limitativo ἐ. γάρ ἐστι τοῖς ἄρθροις ὁ ποιητής Sch.Er.Il.2.665.
2 geom., astr. en forma de elipse, elíptico subst. τὰ ἐλλειπτικά órbitas elípticas Eust.1397.14, cf. tb. ἐκλειπτικός.
III adv. -ῶς
1 gram. sucinta, compendiosamente εἴρηται ... τελέως καὶ σαφῶς ... ὡς νῦν οὐκ ἐ. Gal.18(2).881.
2 ret. por medio de elipsis, elípticamente τινὲς ... τῶν προτεινομένων συλλογισμῶν ἐ. εἰρημένοι Phlp.in APr.316.30, cf. Sch.A.Th.466-7a, Eust.1080.17.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐλλειπτικός, -ή, -όν)
1. αυτός που παρουσιάζει ελλείψεις
2. φρ. α) «ελλειπτικά ονόματα» — τα ονόματα που απαντούν μόνο σε ένα αριθμό (π.χ. τα Χριστούγεννα, ο άργυρος, τα μεσάνυχτα, ο νότος) ή σε ένα αριθμό και ορισμένες μόνο πτώσεις (η θέμις, το σέβας, αλλήλους κ.ά.)
2. «ελλειπτικά ρήματα» — όσα δεν σχηματίζουν όλους τους χρόνους από το ίδιο θέμα
νεοελλ.
1. εκείνος που έχει σχήμα έλλειψης, ο ελλειψοειδής
2. (για φράσεις, ύφος του λόγου ή της ερμηνείας κ.λπ.) αυτός που συνειδητά και περίτεχνα πολλές φορές παραλείπει ό,τι θεωρεί περιττό και εκφράζεται με αποτελεσματική βραχυλογία.

Russian (Dvoretsky)

ἐλλειπτικός: грам. эллиптический, недостаточный, неполный.