ἐλασίβροντος

From LSJ
Revision as of 01:35, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ταμιεῖον ἀνθρώποισι σωφροσύνη μόνη → Magnum horreum est hominibus temperantia → Ihr Vorratsschatz ist Menschen Mäßigung allein

Menander, Monostichoi, 505
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐλᾰσίβροντος Medium diacritics: ἐλασίβροντος Low diacritics: ελασίβροντος Capitals: ΕΛΑΣΙΒΡΟΝΤΟΣ
Transliteration A: elasíbrontos Transliteration B: elasibrontos Transliteration C: elasivrontos Beta Code: e)lasi/brontos

English (LSJ)

ον, A thunder-hurling, Pi.Fr.144(dub., prob. -βροντᾰ, voc. of -βρόντᾱς). II hurled like thunder, ἔπη ἐ. Ar.Eq.626.

German (Pape)

[Seite 789] Donner schleudernd; ἔπη Ar. Equ. 625, nach den Schol. aus Pind., dem Böckh frg. 108 den voc. ἐλασίβροντα zuschreibt.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλᾰσίβροντος: -ον, ὁ ἐξακοντίζων βροντάς, ἐλασίβροντε παῖ Ρέας Πινδ. Ἀποσπ. 108. ΙΙ. ὁ ὥσπερ ὑπὸ βροντῆς ἐλαυνόμενος, ἐλασίβροντ’ ἀναρρηγνὺς Ἀριστοφ. Ἱππ. 626.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui lance le tonnerre;
2 lancé comme le tonnerre.
Étymologie: ἐλάω, βροντή.

Spanish (DGE)

(ἐλᾰσίβροντος) -ον

• Prosodia: [-ῐ-]
que avanza o estalla como un trueno fig. cóm. ἐλασίβροντ' ἀναρρηγνὺς ἔπη rompiendo en palabras atronadoras Ar.Eq.626, cf. Hsch.

Greek Monolingual

ἐλασίβροντος, -ον (Α)
1. αυτός που εξακοντίζει βροντές
2. αυτός που εκσφενδονίζεται σαν βροντή, μπουμπουνιστός, βροντερός.

Greek Monotonic

ἐλᾰσίβροντος: -ον, (ἐλαύνω, βροντή), αυτός που έχει εκσφενδονιστεί, εξακοντιστεί, εκτοξευτεί, εξαπολυθεί σαν βροντή, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐλᾰσίβροντος:
1) мечущий громы (παῖς Ῥέας Pind.);
2) подобный грому, громовой (ἔπη Arph.).

Middle Liddell

ἐλᾰσί-βροντος, ον ἐλαύνω, βροντή
hurled like thunder, Ar.