ἐμφυτευτής
From LSJ
Μὴ πάντα πειρῶ πᾶσι πιστεύειν ἀεί → Credenda cunctis esse cuncta ne putes → Glaub ja nicht allen alles immerdar
English (LSJ)
οῦ, ὁ, A holder of such an estate, PKlein.Form.314 (v/vi A. D.), Just.Nov.7 Pr.1.
German (Pape)
[Seite 820] ὁ, Erbpächter, Novell.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
jur. enfiteuta, arrendatario por contrato enfitéutico ἀρχισύμμαχος καὶ ἐ. PKlein.Form.314 (V/VI d.C.), cf. PAphrod.Zuckerman 355 (VI d.C.), τῶν λοιπῶν ἁπάντων τῷ ἐμφυτευτῇ κεχαρισμένων condonado todo lo demás al enfiteuta Iust.Nou.7 proem.1.24, c. gen. ἀναγνώστης καὶ ἐ. τῆς κτήσεος (sic) IO 656 (V/VI d.C.), τῶν βασιλικῶν οἴκων Tib.II Nou.121.
Greek Monolingual
ο (AM ἐμφυτευτής)
αυτός που νοικιάζει με μακροχρόνια μίσθωση ξένο κτήμα με δικαίωμα να το καλλιεργεί, να δημιουργεί φυτεία σ' αυτό
νεοελλ.
αυτός που φυτεύει.