ἐπινύμφειος
From LSJ
οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?
English (LSJ)
ον, A bridal, ὕμνος prob. in S.Ant.814(lyr.): fem. -είη Supp.Epigr.2.874 (nisi ἐπὶ νυμφείην).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπινύμφειος: -ον, = ἐπινυμφίδιος, ἐκ διορθώσεως τοῦ Δινδ. ἐν Σοφ. Ἀντ. 814.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
nuptial.
Étymologie: ἐπί, νυμφεῖος.
Greek Monolingual
ἐπινύμφειος, -ον
θηλ. και ἐπινυμφείη (Α)
νυφικός, γαμήλιος («οὔτ’ ἐπινύμφειός πώ μέ τις ὕμνος ὕμνησεν», Σοφ.).
Greek Monotonic
ἐπινύμφειος: -ον, = το επόμ., σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπινύμφειος: (Soph. - v. l. ἐπὶ νυμφείοις) = ἐπινυμφίδιος.
Middle Liddell
ἐπι-νύμφειος, ον = ἐπινυμφίδιος, Soph.]