ἔκκλησις
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
English (LSJ)
εως, ἡ, A appeal, IGRom.4.1044 (Cos), Hsch.s.v. ἔφεσις. 2 challenging, Plb.Fr.131 (pl.). 3=Lat.evocatio numinum, Plu.2.278f(pl.).
German (Pape)
[Seite 763] ἡ, das Herausrufen, Herausfordern, ἐκκλήσεις θεῶν Plut. Qu. Rom. 61 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἔκκλησις: -εως, ἡ, ἔφεσις, Συλλ. Ἐπιγρ. 71. 13· πρβλ. ἔκκλητος 2. 2) πρόκλησις, Πολυβ. Ἀποσπ. 44. 3) ἐπίκλησις διὰ μαγείας, Πλούτ. 2. 278Ε.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
invocation.
Étymologie: ἐκκαλέω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
I 1provocación, reto (γελοῖον) ... τὸ πρὸς ἔκκλησιν <ἐκκαλεῖν> Epicur.Sent.Vat.[6] 62, τῶν ὑπεναντίων ἐκκλήσεις πρὸς ἐπίθεσιν Plb.Fr.131.
2 invocación a los dioses ἐκκλήσεις εἰσὶ καὶ γοητεῖαι θεῶν Plu.2.278f
•invocación, evocación a los espíritus, Basil.M.30.604B.
II jur. apelación a una instancia superior ἐπὶ τὸν Σεβαστόν dud. en ICos ED 43.15 (I d.C.) (cf. ZPE 22.1976.107), glos. a ἔφεσις Hsch.
Greek Monolingual
η
βλ. έκκληση.
Russian (Dvoretsky)
ἔκκλησις: εως ἡ
1) призывание (ἐκκλήσεις θεῶν Plut.);
2) вызов (πρός τι Polyb.).