ἔρισμα
From LSJ
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
English (LSJ)
ατος, τόA, (ἐρίζω) cause of quarrel, Il.4.38. II ἐρίσμασιν· εἰρεσίαις, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1030] τό, Gegenstand des Streites, Zankapfel, Il. 4, 38.
Greek (Liddell-Scott)
ἔρισμα: τό, (ἐρίζω) αἰτία ἔριδος, Ἰλ. Δ. 38.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
sujet de dispute.
Étymologie: ἐρίζω.
English (Autenrieth)
(ἐρίζω): matter or cause of strife, Il. 4.38†.
Greek Monolingual
ἔρισμα, τὸ (Α) ερίζω
αιτία, αφορμή φιλονεικίας.
Greek Monotonic
ἔρισμα: -ατος, τό (ἐρίζω), αιτία διαμάχης, διχόνοιας, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἔρισμα: ατος τό предмет спора, причина вражды Hom.