Ἐπιμηθεύς
φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air
English (LSJ)
έως, ὁ, A Epimetheus, Afterthought, brother of Prometheus, Forethought, Hes.Op.85, Pl.Prt.320d; Ἐ. ἁμαρτίνοος Hes. Th.511; ὀψίνοος Pi.P.5.27; τὸ μεταβουλεύεσθαι Ἐπιμηθέως ἔργον, οὐ Προμηθέως Luc.Prom.Es7.
Greek (Liddell-Scott)
Ἐπιμηθεύς: έως, ὁ, (μῆδος) ὁ κατόπιν σκεπτόμενος, ἀπροβούλευτος, ἀδελφὸς τοῦ Προμηθέως, τοῦ προηγουμένως σκεπτομένου, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 85· Ἐπιμηθεὺς ἁμαρτίνοος Ἡσ. Θ. 511· ὀψίνοος Πινδ. Π. 5. 35. ― Τὰ χαρακτηριστικὰ τῶν δύο ἀδελφῶν φέρονται ἐν ποικίλαις παροιμίαις, τὸ μεταβουλεύεσθαι Ἐπιμηθέως ἔργον, οὐ Προμηθέως Λουκ. Προμ. 7· Ἐπιμηθεῖ οὐκ ἔστι τὸ μέλειν, ἀλλὰ τὸ μεταμέλειν Συνέσ., ἴδε Πλάτ. Πρωτ. 320D κἑξ., πρβλ. πρόφασις ΙΙ.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
Épiméthée « qui réfléchit après coup », frère de Prométhée « qui réfléchit avant ».
Étymologie: ἐπί, μανθάνω.
Greek Monotonic
Ἐπιμηθεύς: -έως, ὁ (μῆδος), ο Επιμηθέας, αυτός που σκέφτεται κατόπιν, αδερφός του Προμηθέα, δηλ. αυτού που σκέφτεται από πριν, σε Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
Ἐπιμηθεύς: дор. Ἐπιμᾱθεύς, έως ὁ Эпиметей, «обращенный мыслью назад», «крепкий задним умом» (сын Иапета, брат Прометея, супруг Пандоры) Hes., Pind., Plat.: τὸ μεταβουλεύεσθαι Ἐπιμηθέως ἔργον, οὐ Προμηθέως погов. Luc. менять решение - дело Эпиметея, а не Прометея («обращенного мыслью вперед»).
Middle Liddell
Ἐπιμηθεύς, έως, μῆδος
Epi-metheus, after-thought, brother of Prometheus, forethought, Hes.
Wikipedia EN
In Greek mythology, Epimetheus (/ɛpɪˈmiːθiəs/; Greek: Ἐπιμηθεύς, which might mean "hindsight", literally "afterthinker") was the brother of Prometheus (traditionally interpreted as "foresight", literally "fore-thinker"), a pair of Titans who "acted as representatives of mankind" (Kerenyi 1951, p 207). They were the sons of Iapetus, who in other contexts was the father of Atlas. While Prometheus is characterized as ingenious and clever, Epimetheus is depicted as foolish.
Translations
af: Epimeteus; ar: إبيمثيوس; az: Epimetey; be: Эпіметэй; bg: Епиметей; br: Epimetheüs; bs: Epimetej; ca: Epimeteu; cs: Epimétheus; da: Epimetheus; de: Epimetheus; el: Επιμηθέας; en: Epimetheus; eo: Epimeteo; es: Epimeteo; et: Epimetheus; eu: Epimeteo; fa: اپیمتئوس; fi: Epimetheus; fr: Épiméthée; gl: Epimeteo; he: אפימתאוס; hr: Epimetej; hu: Epimétheusz; hy: Էպիմեթևս; id: Epimetheus; it: Epimeteo; ja: エピメーテウス; ko: 에피메테우스; lt: Epimetėjas; mk: Епиметеј; mzn: اپیمتئوس; nl: Epimetheus; nn: Epimethevs; no: Epimethevs; pl: Epimeteusz; pt: Epimeteu; ro: Epimeteu; ru: Эпиметей; sco: Epimetheus; sh: Epimetej; simple: Epimetheus; sl: Epimetej; sr: Епиметеј; sv: Epimetheus; th: เอพิมีเทียส; tl: Epimeteo; tr: Epimetheus; uk: Епіметей; war: Epimetheus; zh_yue: 艾比米修斯; zh: 厄庇墨透斯