ἰσήρετμος

From LSJ
Revision as of 11:55, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ὅρκους γυναικὸς εἰς ὕδωρ γράφω → the oaths of a woman I inscribe on water, I write a woman's oaths in water

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσήρετμος Medium diacritics: ἰσήρετμος Low diacritics: ισήρετμος Capitals: ΙΣΗΡΕΤΜΟΣ
Transliteration A: isḗretmos Transliteration B: isēretmos Transliteration C: isiretmos Beta Code: i)sh/retmos

English (LSJ)

[ῐ], ον, A with as many oars as, τινι E.IA242 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1263] gleich an Rudern, νῆες, Eur. I. A. 242.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσήρετμος: -ον, ἔχων ἴσον ἀριθμὸν κωπῶν, τινι Ψευδο-Εὐρ. Ι. Α. 242.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
garni d’autant de rames.
Étymologie: ἴσος, ἐρετμόν.

Greek Monolingual

ἰσήρετμος, -ον (Α)
(για πλοίο) αυτό που έχει ίσον αριθμό κουπιών από τις δύο πλευρές του και συνεκδ. ίσο σε μέγεθος ή σε αριθμό με άλλα πλοία («Ἀργείων δὲ ταῑσδ' ἰσήρετμοι νᾱες ἕστασαν πέλας» — κοντά σ' αυτά είχαν αράξει τα πλοία τών Αργείων ίσα σε μέγεθος ή σε αριθμό με τα άλλα πλοία, Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -ήρετμος (< ἐρετμόν «κουπί») —το η- λόγω της συνθέσεως—, πρβλ. λευκ-ήρετμος, φιλ-ήρετμος].

Russian (Dvoretsky)

ἰσήρετμος: равный по числу (т. е. с одинаковым числом) весел (νῆες Eur.).