ἰσοπολιτεία

From LSJ
Revision as of 12:00, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ὡς ἡδὺ κάλλος, ὅταν ἔχῃ νοῦν σώφρονα → Quam dulce facies pulchra cum ingenio probo → Wie froh macht Schönheit, wenn sie klugen Sinn besitzt

Menander, Monostichoi, 555
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσοπολῑτεία Medium diacritics: ἰσοπολιτεία Low diacritics: ισοπολιτεία Capitals: ΙΣΟΠΟΛΙΤΕΙΑ
Transliteration A: isopoliteía Transliteration B: isopoliteia Transliteration C: isopoliteia Beta Code: i)sopolitei/a

English (LSJ)

ἡ, A equality of civic rights, Arist.Fr.575; granted to individuals, IG7.4264 (Oropus, iii B.C.), 5(2).11 (Tegea, iii B.C.), etc.; or to communities, SIG472.11 (Phigalea, iii B.C.), Plb.16.26.9, D.S.15.46, etc. 2 esp. reciprocity of such rights (guaranteed by treaty between two states), GDI5040 (Crete), OGI265 (Pergam., iii B.C.), etc.; Λεβαδεῦσίν ἐστιν ἰ. πρὸς Ἀρκάδας Plu.2.300b.

German (Pape)

[Seite 1266] ἡ, gleiches Bürgerrecht, Gleichheit, der bürgerlichen Rechte; πᾶσι Ῥοδίοις ἰσοπολιτείαν ἐψηφίσαντο Pol. 16, 26, 9; ἰσοπολιτείας μεταλαβεῖν Plut. Camill. 38. Bes. auch wo zwei Staaten gegenseitig der eine den Bürgern des andern das Bürgerrecht ertheilen, Λιβαδεῦσίν ἐστιν ἰσοπολιτεία πρὸς Ἀρκάδας Plut. qu. Gr. 39.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσοπολῑτεία: ἡ, ἰσότης πολιτικῶν δικαιωμάτων, Ἀριστ. Ἀποσπ. 537· παρεχομένη εἰς ἰδιώτας, εἶμεν αὐτῷ ἰσοπολιτείαν Ἐπιγραφ. Βοιωτ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1567, πρβλ. 1772-3. 2) ἰδίως συνθήκη μεταξὺ δύο πόλεων περὶ ἀμοιβαίας παραχωρήσεως τοιούτων δικαιωμάτων, Ἐπιγρ. Κρητ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2554. 190., 2558, Πολύβ. 16. 26. 9, κτλ.· Λεβαδεῦσίν ἐστιν ἰσ. πρὸς Ἀρκάδας Πλούτ. 2. 300Α· οὕτως, αἱ ἰσοπολίτιδες πόλεις, αἱ εἰσελθοῦσαι εἰς τοιαύτας συνθήκας, Συλλ. Ἐπιγρ. 4040 ΙΙ. 16· ἐντεῦθεν ἐπὶ τῶν Ρωμαϊκῶν municipia, Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 10: - πρβλ. Niebuhi Ρωμ. Ἱστ. 2, σημείωσ. 101.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
droit public égalité des droits politiques accordée à un étranger.
Étymologie: ἴσος, πολιτεία.

Greek Monolingual

η (ΑΜ ἰσοπολιτεία)
η ισότητα τών πολιτών απέναντι στον νόμο, ισότητα πολιτικών δικαιωμάτων, ισονομία
αρχ.
αμοιβαία παραχώρηση πολιτικών δικαιωμάτων στους πολίτες δύο πόλεων η οποία έχει κατοχυρωθεί με συνθήκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + πολιτεία (< πολιτεύομαι)].

Russian (Dvoretsky)

ἰσοπολῑτεία:
1) равенство гражданских прав, политическое равноправие Arst., Plut.;
2) взаимное предоставление национального полноправия иноземцам (по межгосударственному договору) (οἱ Ἀθηναῖοι πᾶσι Ῥοδίοις ἰσοπολιτείαν ἐψηφίσαντο Polyb.; Λεβαδεῦσίν ἐστιν ἰ. πρὸς Ἀρκάδας Plut.).