ἱππολάπαθον

From LSJ
Revision as of 12:14, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably

Sophocles, Antigone, 1031-2
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱππολάπᾰθον Medium diacritics: ἱππολάπαθον Low diacritics: ιππολάπαθον Capitals: ΙΠΠΟΛΑΠΑΘΟΝ
Transliteration A: hippolápathon Transliteration B: hippolapathon Transliteration C: ippolapathon Beta Code: i(ppola/paqon

English (LSJ)

[λᾰ], τό, A Rumex aquaticus, dock-sorrel, Dsc.2.115, Gal.12.56.

German (Pape)

[Seite 1260] τό, ein Kraut, Roßampfer, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ἱππολάπᾰθον: λᾰ, τό, εἶδος λαπάθου μεγαλειτέρου τοῦ συνήθους, rumex hydrolapathum, ἀλογολάπατον, «ἱππολάπαθον, λάπαθόν ἐστι μέγα, ἐν ἔλεσι γεννώμενον» Διοσκ. 2. 141, πρβλ. ἵππος VI.

Greek Monolingual

ἱππολάπαθον, τὸ (Α)
είδος λάπαθου που φυτρώνει στα έλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + λάπαθον. Το α' συνθετικό ἱππο- εδώ με επιτατική λειτουργία («υπερβολικά μεγάλο»), πρβλ. ιππό-κρημνος, ιππό-πορνος].