ἴτω
English (LSJ)
[ῐ], 3sg. imper. from εἶμι (A ibo); in Trag. almost an exclam., go to! S.Ph.120; well, well! E.Med.798.
Greek (Liddell-Scott)
ἴτω: ῐ, γ΄ ἑνικ. προστ. τοῦ εἶμι, ἂς ὑπάγῃ, Ὅμ.· παρ᾽ Ἀττ. σχεδὸν ὡς ἐπιφώνημα, ἐμπρός, καὶ ὅ τι θέλῃ ἂς γείνῃ, ἴτω· ποιήσω, πᾶσαν αἰσχύνην ἀφεὶς Σοφ. Φιλ. 120, Elmsl. εἰς Εὐρ. Μήδ. 780.
French (Bailly abrégé)
impér. prés. 3ᵉ sg. de εἶμι aller;
chez les Att. sorte d’exclamation eh bien donc ! soit ! ; allons, c’en est fait ! ; qu’il aille (où il voudra) càd je le méprise.
English (Autenrieth)
see εἶμι.
Greek Monotonic
ἴτω: [ῐ], γʹ ενικ. προστ. του εἶμι (ibo), άφησέ τον ή άσ' τον να φύγει, ας φύγει, σε Όμηρ., Αττ.
Russian (Dvoretsky)
ἴτω: (3 л. sing. imper., praes., к εἶμι)
1) пусть придет (ἴ. Τελαμώνιος ἄλκιμος Αἴας Hom.);
2) ладно, пусть (будет): ἴ., ποιήσω Soph. ладно, сделаю; ὅμως τοῦτο μὲν ἴ. Plat. впрочем, пусть будет так.