λόγος γέ τοί τις ἔστι τῶν γεραιτέρων, ὅσ' ἂν ἀνόητ' ἢ µῶρα βουλευσώµεθα, ἅπαντ' ἐπὶ τὸ βέλτιον ἡµῖν ξυµφέρειν → there is in fact a saying among the elders, that whatever thoughtless, stupid decisions we make, they all turn out for the best for us
Full diacritics: ὀνόρυγχος | Medium diacritics: ὀνόρυγχος | Low diacritics: ονόρυγχος | Capitals: ΟΝΟΡΥΓΧΟΣ |
Transliteration A: onórynchos | Transliteration B: onorynchos | Transliteration C: onorygchos | Beta Code: o)no/rugxos |
ἡ, a plant, A bunilla, Gloss.
[Seite 350] ἡ, Eselsschnauze, eine Pflanze, Diosc.
ὀνόρυγχος: ἡ, φυτόν τι, Γλωσσ.
ὀνόρυγχος, ἡ (Μ)
είδος άγριου ακανθώδους φυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + ῥύγχος.