ὁμόζυγος

From LSJ
Revision as of 13:25, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck

Menander, Monostichoi, 437
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμόζῠγος Medium diacritics: ὁμόζυγος Low diacritics: ομόζυγος Capitals: ΟΜΟΖΥΓΟΣ
Transliteration A: homózygos Transliteration B: homozygos Transliteration C: omozygos Beta Code: o(mo/zugos

English (LSJ)

ον, A yoked together, ἵππος Plu.2.1008d : metaph., στοιχεῖον, i.e. consonant, Nonn.D.41.381 ; neut. pl. as Adv., ὁμόζυγα λατρεύοντας Man.4.602. 2 in the same row, Ascl.Tact.2.4. II corresponding, τὸ ὁ. κῶλον the corresponding limb (on the other side), Hp.Off.16, cf. Gal.18(1).369 ; ὁμώνυμα καὶ ὁ. [μέρεα], e.g. eyes, hands, feet, Aret. SD1.7.

German (Pape)

[Seite 334] zusammengejocht, zusammengespannt mit einem Andern, zunächst von zwei in dasselbe Joch gespannten Zugthieren, u. übertr. = verbunden, zusammenpassend, übereinstimmend; Schol. Lycophr. 1114; Maneth. 4, 602; Nonn. D. 9, 122.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμόζῠγος: -ον, ὁμοῦ ἐζευγμένος, ἵππος Πλούτ. 2. 1008D· καθόλου, ὁμοῦ δεδεμένος, συνεζευγμένος, Ἱππ. π. Ἰητρεῖον 746. ΙΙ. μεταφορ., σύμφωνος, ὁμόγνωμος, Ἐκκλ.· ὁμώνυμα καὶ ὁμ., ὁμογενῆ, Ἀρετ. π. Σημ. Χρον. Παθ. 1. 7· ― οὐδ. πληθ., ὡς Ἐπίρρ., Μανέθων 4. 602.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
attelé ensemble.
Étymologie: ὁμός, ζυγός.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ὁμόζυγος, -ον)
1. (για υποζύγια) αυτός που έχει ζευχθεί με κάποιον άλλο, αυτός που βρίσκεται κάτω από τον ίδιο ζυγό με άλλον («ὁμόζυγος ἵππος», Πλούτ.)
2. σύζυγος
νεοελλ.
βιολ. το αρσ. ως ουσ. ο ομόζυγος
ομοζυγώτης
αρχ.
1. αυτός που βρίσκεται στον ίδιο στίχο, στην ίδια σειρά
2. αντίστοιχος («τὸ ὁμόζυγον κῶλον», Ιπποκρ.)
3. (η αιτ. του ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ὁμόζυγα
από κοινού, σύμφωνα («ὁμόζυγα λατρεύοντες», Μαν.)
4. φρ. α) «όμόζυγον στοιχεῑον» — στοιχείο που έχει τον ίδιο ήχο
β) «ὁμώνυμα καὶ ὁμόζυγα» — λεγόταν για τους οφθαλμούς, τα αφτιά και τα χέρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -ζυγος (< ζυγός), πρβλ. ισό-ζυγος. Η λ., ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής, είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. homozygous].

Russian (Dvoretsky)

ὁμόζῠγος: Plut. = ὁμόζυξ.