ὑψίγυιος

From LSJ
Revision as of 14:35, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

κρείσσων γὰρ ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός → thou wert better not alive, than living blind | you were better not alive, than living blind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑψῐγυιος Medium diacritics: ὑψίγυιος Low diacritics: υψίγυιος Capitals: ΥΨΙΓΥΙΟΣ
Transliteration A: hypsígyios Transliteration B: hypsiguios Transliteration C: ypsigyios Beta Code: u(yi/guios

English (LSJ)

ον, A high-stemmed, ἄλσος Pi.O.5.13.

Greek (Liddell-Scott)

ὑψίγυιος: -ον, ὁ ἔχων ὑψηλὰ γυῖα, δηλ. ὑψηλοὺς κορμοὺς καὶ κλάδους δένδρων, ὑψίγυιον ἄλσος Πινδ. Ο. 5. 30.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont les membres se dressent, aux membres élevés (ép. d’une forêt).
Étymologie: ὕψι, γυῖον.

English (Slater)

ὑψῐγυιος
   1 high timbered κολλᾷ τε σταδίων θαλάμων ταχέως ὑψίγυιον ἄλσος (O. 5.13)

Greek Monolingual

-ον, Α
(για άλσος) αυτός που έχει ψηλούς κορμούς και κλαδιά δένδρων («κολλᾷ τε σταδίων θαλάμων ταχέως ὑψίγυιον ἄλσος», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + -γυιος (< γυῖον «μέλος»), πρβλ. εὔ-γυιος].

Greek Monotonic

ὑψίγυιος: -ον, αυτός που έχει υψηλά χοντρά κλαδιά, αυτός που έχει ψηλό κορμό, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

ὑψίγυιος: высокоствольный (ἄλσος Pind.).

Middle Liddell

ὑψί-γυιος, ον,
with high limbs, high-stemmed, Pind.