ῥιζοτομία

From LSJ
Revision as of 14:53, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥιζοτομία Medium diacritics: ῥιζοτομία Low diacritics: ριζοτομία Capitals: ΡΙΖΟΤΟΜΙΑ
Transliteration A: rhizotomía Transliteration B: rhizotomia Transliteration C: rizotomia Beta Code: r(izotomi/a

English (LSJ)

ἡ, A cutting and gathering of roots, Thphr.HP6.3.2, 9.8.2: pl., books on roots, herbals, Ruf. ap. Orib.7.26.31.

German (Pape)

[Seite 842] ἡ, das Abschneiden u. Sammeln der Wurzeln zum ärztlichen Gebrauche, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ῥιζοτομία: ἡ, τὸ τέμνειν καὶ συλλέγειν ῥίζας, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 3, 2., 9. 8, 2· - ὡσαύτως ῥιζοτόμησις, ἡ, Βυζ.

Greek Monolingual

η / ῥιζοτομία, ΝΜΑ ῥιζοτόμος
νεοελλ.
η ριζοτομή
μσν.-αρχ.
η εκκοπή και συλλογή ριζών για φαρμακευτική χρήση
αρχ.
στον πληθ. αἱ ῥιζοτομίαι
βιβλία για ρίζες και βότανα.