ῥυστακτύς

From LSJ
Revision as of 15:10, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

εἰ μὴ προσέθηκα καὶ κατεσιώπησα ψυχήν μου, ὡς τὸ ἀπογεγαλακτισμένος ἐπὶ μητέρα αὐτοῦ → surely I have calmed and quieted my soul like a weaned child on its mother's shoulder

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥυστακτύς Medium diacritics: ῥυστακτύς Low diacritics: ρυστακτύς Capitals: ΡΥΣΤΑΚΤΥΣ
Transliteration A: rhystaktýs Transliteration B: rhystaktys Transliteration C: rystaktys Beta Code: r(ustaktu/s

English (LSJ)

ύος, ἡ, A dragging about, rough handling, 18.224.

German (Pape)

[Seite 853] ἡ, das gewaltsame Ziehen, Hin- und Herzerren, Schleppen, übh. gewaltsame, schimpfliche Behandlung, Mißhandlung, Od. 18, 224.

Greek (Liddell-Scott)

ῥυστακτύς: -υος, ἡ, βίαιος ἑλκυσμός, αἰκία, Ὀδ. Σ. 224.

French (Bailly abrégé)

ύος (ἡ) :
tiraillement, mauvais traitement, violence.
Étymologie: ῥυστάζω.

English (Autenrieth)

ύος (ῥυστάζω): dragging, maltreatment, Od. 18.224†.

Greek Monolingual

-ύος, ἡ, Α
1. βίαιη έλξη
2. κακή μεταχείριση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥυστάζω + επίθημα -τύς (πρβλ. πλαγκ-τύς)].

Greek Monotonic

ῥυστακτύς: -ύος, ἡ, βίαιο τράβηγμα, κακομεταχείριση, κακοποίηση, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ῥυστακτύς: (ῡ), ύος (ῠ) ἡ нанесение обиды, обида, притеснение Hom.

Middle Liddell

ῥυστακτύς, ύος, ἡ, [from ῥυστάζω
a dragging about, maltreatment, Od.