μόργνυμι
From LSJ
κακῆς ἀπ' ἀρχῆς γίγνεται [[τέλος]] κακόν → from a bad [[beginning]] comes a bad end (Euripides' Aeolus fr. 32)
English (LSJ)
A = ὀμόργνυμι, only aor. 1 Med. μόρξαντο, μορξάμενοι, Q.S. 4.270,374.
German (Pape)
[Seite 207] = ὀμόργνυμι, μόρξαντο, Qu. Sm. 4, 270. 314.
Greek (Liddell-Scott)
μόργνῡμι: ὀμόργνυμι, μόνον κατὰ μέσ. ἀόρ. μόρξαντο, μορξάμενοι Κόϊντ. Σμ. 4. 270, 374.
Greek Monolingual
μόργνυμι (Α)
ομόργνυμι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀμόργνυμι, «σφουγγίζω» με σίγηση του αρκτικού άτονου ο·].