μόργνυμι

From LSJ
Revision as of 15:40, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")

κακῆς ἀπ' ἀρχῆς γίγνεται [[τέλος]] κακόν → from a bad [[beginning]] comes a bad end (Euripides' Aeolus fr. 32)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μόργνῡμι Medium diacritics: μόργνυμι Low diacritics: μόργνυμι Capitals: ΜΟΡΓΝΥΜΙ
Transliteration A: mórgnymi Transliteration B: morgnymi Transliteration C: morgnymi Beta Code: mo/rgnumi

English (LSJ)

A = ὀμόργνυμι, only aor. 1 Med. μόρξαντο, μορξάμενοι, Q.S. 4.270,374.

German (Pape)

[Seite 207] = ὀμόργνυμι, μόρξαντο, Qu. Sm. 4, 270. 314.

Greek (Liddell-Scott)

μόργνῡμι: ὀμόργνυμι, μόνον κατὰ μέσ. ἀόρ. μόρξαντο, μορξάμενοι Κόϊντ. Σμ. 4. 270, 374.

Greek Monolingual

μόργνυμι (Α)
ομόργνυμι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀμόργνυμι, «σφουγγίζω» με σίγηση του αρκτικού άτονου ο·].