ξεναγία
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
English (LSJ)
ἡ, A office of ξεναγός, command of a body of mercenaries, Id.Hisp.44. 2 = σύνταγμα, Ael.Tact.9.4, Arr.Tact.10.3. b force of two ψιλαγίαι, Ael.Tact.16.3, Arr.Tact.14.4, prob. in Ascl. Tact.6.3. II guiding of strangers, Hld.7.13.
German (Pape)
[Seite 275] ἡ, 1) das Herumführen der Fremden, Hel. 7, 13. – 2) das Amt eines ξεναγός, Befehl über ein Heer von Miethstruppen, Sp. – Nach B. A. 284 auch σύνταγμα παρὰ Κρησί, eine bestimmte Heeresabtheilung.
Greek (Liddell-Scott)
ξενᾱγία: ἡ, τὸ ἀξίωμα τοῦ ξεναγοῦ, ἡ ἐπὶ μισθοφορικοῦ σώματος ἀρχηγία, Ἀππ. Ἰβηρ. 44. 2) «σύνταγμα παρὰ Κρησί. καὶ ὁ ἡγεμὼν τούτων ξεναγὸς» Α. Β. 284. ΙΙ. τὸ ὁδηγεῖν ξένους, Ἡλιόδ. 7. 13.
Greek Monolingual
η (Α ξεναγια) ξεναγός
η περιήγηση, η κατατόπιση και η εξυπηρέτηση τών ξένων σε μια χώρα, ξενάγηση
αρχ.
1. η αρχηγία μισθοφορικών στρατευμάτων
2. (στους Κρήτες) σύνταγμα
3. δύναμη δύο ψιλαγιών, δηλαδή σωμάτων με 250 ελαφρά οπλισμένους στρατιώτες στο καθένα.