ὀφιοῦχος
δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies
English (LSJ)
ὁ, (ἔχω) the constellation A Ophiuchus, Serpentarius, or Anguitenens, Arat.76, Eudox. ap. Hipparch.1.2.7, Ptol.Tetr.26, etc.: —Adj. ὀφῐούχεος, ον, Arat.75,521. II a δαίμων who interferes with alchemists, Olymp.Alch.p.86 B.
German (Pape)
[Seite 426] Schlangen haltend, bes. ὁ Ὀ., ein Sternbild, der Schlangenhalter, Arat. 75 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
ὀφιοῦχος: ὁ (ἔχω), ὁ ἔχων, κρατῶν ὄφιν, ὄνομα ἀστερισμοῦ, Ophiuchus, Serpentarius, ἢ Anguitenens, Ἄρατ. 76, κτλ.· - ἐπίθ. ὀφιούχεος, α, ον, ὁ αὐτ. 75, 521.
Greek Monolingual
ο (Α ὀφιοῡχος)
ως κύριο όν. ο Οφιούχος
ευμεγέθης αστερισμός που εκτείνεται στα δύο σημεία του ουράνιου ισημερινού
αρχ.
αυτός που κρατά φίδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄφις, -ιος + -οῦχος (< ἔχω)].