διογενής

From LSJ
Revision as of 10:10, 6 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\wÄäÖöÜüẞß]+)<\/b>" to "$1")

καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them

Source

German (Pape)

[Seite 632] ές, zeusentstammt, von Zeus' Geschlecht; Αμφίων Aesch. Spt. 510; τέκνον, Pallas, Soph. Ai. 91; Aesch. Spt. 120; θεοί 283; αἷμα, φάος, Eur. Andr. 1196 Med. 1258. Hom. gebraucht διογενής oft, aber, wie es scheint, nur im singular. mascul. nominat. διογενής und vocat. διογενές; in diesen Formen ist es bei ihm ein ehrendes Beiwort der Fürsten, die wenigstens mittelbar alle oder doch größtentheils nach dem Glauben der Zeit von Zeus abstammten und wenigstens alle von Zeus ihre Gewalt hatten, vgl. Iliad. 2, 197. 205 Hesiod. Th. 96 und s. s. v. Διοτρεφής. Ohne Eigennamen substantivisch ὁ διογενής Iliad. 21, 17, vom Achill; eben so Anrede διογενές substantivisch ohne Eigennamen Odyss. 10, 443, vom Odysseus; Iliad. 9, 106 spricht Nestor zum Agamemnon ἐξ ἔτι τοῦ ὅτε, διογενές, Βρισηίδα κούρην χωόμενος Ἀχιλῆος ἔβης κλισίηθεν ἀπούρας, var. lect. διογενεῦς, s. Scholl., bei welcher Lesart διογενεῦς Adjectiv zu Ἁχιλῆος ist. Des Versmaßes halber gebraucht Homer das ι lang. Über den Accent vgl. Herodian. Scholl. Iliad. 16, 57.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 né de Zeus, originaire de Zeus;
2 divin.
Étymologie: Διός, gén. de Ζεύς, γίγνομαι.

English (Autenrieth)

έος: descended from Zeus, Zeus-born, epith. of kings.

Spanish (DGE)

-ές

• Morfología: [gen. -γενεῦς D.H.Rh.8.14, Sch.Er.Il.9.106, Eust.738.46]
nacido o descendiente de Zeus frec. de héroes de linaje real: Agamenón, Il.9.106, D.H.l.c., Ὀδυσσεύς Il.2.173, Od.2.352, de Patroclo Il.1.337, μεγάλοι βασιλεῖς Plu.2.801d
de dioses y héroes de linaje divino θεοί A.Th.301, Supp.631, Ar.Au.1263, τέκνον S.Ai.91, cf. E.Cyc.350, Hel.25, Tr.526, Orph.L.575, Ἀμφίων A.Th.528, de Dioniso AP 9.524, de Apolo AP 9.525, Πολυδεύκης Opp.C.2.19, por metonimia κράτος A.Th.129, αἷμα τὸ δ. de Aquiles, E.Andr.1196
de la luz φάος E.Med.1258.

Greek Monolingual

διογενής, -ές και διόγονος, -ον (Α)
1. αυτός που γεννήθηκε από τον Δία, από το γένος του Δία («θεοὶ διογενεῑς»)
2. τιμητική προσφώνηση ηγεμόνων και βασιλέων
3. θεϊκός, έξοχος (α. «διογενές κράτος» — η Αθηνά
β. «διογενές φάος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < διο- + -γενής < γένος < γίνομαι.

Russian (Dvoretsky)

διογενής: (эп. иногда ῑ) рожденный Зевсом, божественный Hom., Trag.

Middle Liddell

adj adj adj adj γίγνομαι
sprung from Zeus, of kings and princes, ordained and upheld by Zeus, Hom.; of gods, Trag.