ἐρανικός

From LSJ
Revision as of 08:07, 11 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "of or for an" to "of or for an")

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρᾰνικός Medium diacritics: ἐρανικός Low diacritics: ερανικός Capitals: ΕΡΑΝΙΚΟΣ
Transliteration A: eranikós Transliteration B: eranikos Transliteration C: eranikos Beta Code: e)raniko/s

English (LSJ)

ή, όν, A of or for an ἔρανος, ἐ. δίκη an action arising out of the matters of an ἔρανος, Arist.Ath.52.2, cf. Poll.8.37 ; ἐ. συγγραφή BGU1165.30 (i A.D.); νόμος ἐ. ibid.; ἐ. λόγος a speech (of Dinarchus) on these matters, D.H.Din.12 ; ἀκροάσεις ἐ. lectures paid for by fees, Posidon.36 J.

German (Pape)

[Seite 1017] zum ἔρανος gehörig, ἀκροάσεις ἐρανικαί, Vorlesungen für ein von den Zuhörern zusammengebrachtes Honorar, Posidon. bei Ath. V, 212 d; – ἐρανικαὶ δίκαι, Processe, die Vereine, ἔρανοι, betreffen, Poll. 8, 37; λόγος, Rede darüber, D. Hal. de Din. 12; – νόμος, Gesetz, dieselben betreffend, Poll. Vgl. Meier und Schömann att. Proceß S. 540. 543.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρᾰνικός: -ή, -όν, περὶ ἐράνου, ἢ ἀνήκων εἰς ἔρανον, ἐρ. δίκη, περὶ ἐράνου, Ἀριστ. Ἀθην. Πολιτ. σ. 74. 15 (ἔκδ. Blass), Πολυδ. Η΄, 37· νόμος ἐρ. αὐτόθι· ἐρ. λόγος, λόγος τις (τοῦ Δεινάρχου) περὶ ἐράνου, Διονυσίου Ἁλ. Δείναρχ. 12· ἀκροάσεις ἐρανικαὶ ἀκροάσεις δι’ ἐράνου, διδασκαλία ἐπὶ μισθῷ, Ποσειδώνιος παρ’ Ἀθην. 212C.