πορθμευτής

From LSJ
Revision as of 16:02, 16 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςlife is not worth living if you do not have at least one friend

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πορθμευτής Medium diacritics: πορθμευτής Low diacritics: πορθμευτής Capitals: ΠΟΡΘΜΕΥΤΗΣ
Transliteration A: porthmeutḗs Transliteration B: porthmeutēs Transliteration C: porthmeftis Beta Code: porqmeuth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, = πορθμεύς (ferryman, boatman, seaman, conveyer, purveyor), Eust. 1888.10.

German (Pape)

[Seite 683] ὁ, = Vorigem, Sp., vgl. Lob. Phryn. 376.

Greek (Liddell-Scott)

πορθμευτής: Δωρ. -τάς, ὁ, = πορθμεύς, Εὐστ. 1888. 10· π. φωτός, ὁ φέρων τὸ φῶς, Συνεσ. Ὕμν. 5. 8· ― θηλ. πορθμεύτρια, Κ. Μανασσ. Χρον. 4961.

Greek Monolingual

ο, ΜΑ, δωρ. τ. πορθμευτάς, Α, θηλ. πορθμεύτρια, Μ πορθμεύω
πορθμέας
αρχ.
μτφ. αυτός που μεταφέρει που μεταδίδει κάτι («πορθευτὴς φωτός», Συνέσ.).