ἀποτηλοῦ
From LSJ
ἡδονὴ μὲν γὰρ ἁπάντων ἀλαζονίστατον → pleasure is the greatest of impostors, pleasure is the most shameless thing of all
English (LSJ)
= ἀποτηλόθεν (from afar), Od. 9.117, ARh. 4.1092, etc.
German (Pape)
[Seite 330] in der Ferne, Od. 9, 117 u. Sp., z. B. Ap. Rh. 2. 192.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποτηλοῦ: ἐπίρρ., πόρρω μακράν, οὔτε σχεδὸν οὔτ’ ἀποτηλοῦ Ὀδ. Ι.117, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ.1092, κτλ., γράφεται δὲ καὶ διῃρημένως: - ὡσαύτως ἀποτηλόθι Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 728.
French (Bailly abrégé)
adv.
au loin.
Étymologie: ἀπό, τηλοῦ.
English (Autenrieth)
Spanish (DGE)
adv. muy lejos γαίης Κυκλώπων Od.9.117, abs., A.R.4.1092.
Greek Monolingual
ἀποτηλοῡ επίρρ. (Α) τηλού
μακριά.
Greek Monotonic
ἀποτηλοῦ: επίρρ., μακριά, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀποτηλοῦ: adv. далеко, вдалеке Hom.
Middle Liddell
far away, Od.