συνοικήτωρ
From LSJ
λέγεται δὲ καὶ κλῶνας αὐτῆς θύραις ἢ θυρίσι προστεθέντας ἀποκρούειν τὰς τῶν φαρμάκων κακουργίας → its branches attached to doors or windows are said to repel the evil of spells
English (LSJ)
ορος, ὁ, = συνοικητήρ (housefellow, housemate), ξ. ἐμοί A. Eu. 833.
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ) :
qui habite ou vit avec.
Étymologie: συνοικέω.
Greek Monolingual
και αττ. τ. ξυνοικήτωρ, -ορος, ὁ, Α
συγκάτοικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνοικῶ «συγκατοικώ» + επίθημα -τωρ (πρβλ. κοσμή-τωρ)].
Greek Monotonic
συνοικήτωρ: -ορος, ὁ, συγκάτοικος, σύνοικος, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
συνοικήτωρ: ορος живущий вместе (τινί Aesch.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνοικήτωρ -ορος, ὁ [συνοικέω] samenwonend met, met dat.. Aeschl. Eum. 833.
Middle Liddell
συνοικήτωρ, ορος, ὁ,
a house-fellow, Aesch.