διαλόγισμα
From LSJ
Σκηνὴ πᾶς ὁ βίος καὶ παίγνιον: ἢ μάθε παίζειν, τὴν σπουδὴν μεταθείς, ἢ φέρε τὰς ὀδύνας → All life is a stage and a play: either learn to play laying your gravity aside, or bear with life's pains.
English (LSJ)
ατος, τό, = διαλογισμός (calculation, consideration) ΙΙ, in pl., Epicur. Ep. 1 p. 22, 2 p. 35U.
German (Pape)
[Seite 588] τό, Überlegung, Epic. bei D. L. 10, 68. 85.
Greek (Liddell-Scott)
διαλόγισμα: τό, ἑπ. ΙΙ, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10.68 καὶ 85.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
razonamiento, reflexión Epicur.Ep.[2] 68, [3] 85, Carneisc.20.2, Phld.Rh.1.273 en Proc.XX Congr.Pap.391.
Russian (Dvoretsky)
διαλόγισμα: ατος τό Diog. L. = διαλογισμός.