ἀσύγγνωστος

From LSJ
Revision as of 09:24, 28 January 2021 by Spiros (talk | contribs)

Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσύγγνωστος Medium diacritics: ἀσύγγνωστος Low diacritics: ασύγγνωστος Capitals: ΑΣΥΓΓΝΩΣΤΟΣ
Transliteration A: asýngnōstos Transliteration B: asyngnōstos Transliteration C: asyggnostos Beta Code: a)su/ggnwstos

English (LSJ)

ον, = ἀσυγγνώμων (not pardoning, merciless, relentless), Jul.Ep.184. II unpardonable, Gal.1.13, Phalar. Ep.6, Him.Ecl.5.10, Lib.Or.59.144. Adv. ἀσυγγνώστως Phld.Mort.20.

German (Pape)

[Seite 379] unverzeihlich, Sp., nach Hesych. auch = nicht verzeihend.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσύγγνωστος: -ον, ὁ μὴ ἄξιος συγγνώμης, ἀσγνωστότερον ἑαυτῷ τὸ κακὸν ἀποφαίνει Γαλην 1. 13, Γρηγ. Νύσσ. τ. 2. 266C, κλ.:―Ἐπίρρ. ἀσυγγνώστως, Βασίλ. ΙΙΙ, 633Β, κλ.

Spanish (DGE)

-ον
I 1que no tiene disculpa, imperdonable τὸ κακόν Gal.Adhort.7, ἀδοξία Him.5.10, cf. Longin.3, Lib.Or.59.144
subst. τὰ ἀσύγγνωστα cosas imperdonables Phalar.Ep.6.
2 que no perdona ἀσύγγνωστον οἶδά σε Iul.Ep.184.416c, δικασταί Chrys.Sac.3.14.13
inexorable κίνδυνος Ath.Al.M.25.96C, del castigo eterno, Ath.Al.M.26.440B.
II adv. ἀσυγγνώστως = en forma imperdonable Phld.Mort.20, Thdr.Heracl.Fr.Is.M.18.1321D.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀσύγγνωστος, -ον) συγγνωστός
νεοελλ.
φρ. «ασύγγνωστη πλάνη» — αδίκημα το οποίο καταλογίζεται σε κάποιον που από αμέλεια αγνοεί το αξιόποινο μιας πράξης
αρχ.-μσν.
1. αυτός που δεν είναι άξιος συγγνώμης, ο ασυγχώρητος
2. ο ασυγγνώμων.