βελόστασις
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
English (LSJ)
εως, ἡ, = βελοστασία (range of warlike engines, battery of warlike engines), Plb. 9.41.8, Ph.Mech. Bel. 81.17, DS. 20.85.
German (Pape)
[Seite 441] ἡ, dasselbe, Pol. 9, 41 D. Sic. 20, 85, Batterie. Auch Wurfmaschine, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
βελόστᾰσις: -εως, ἡ, συστοιχία πολεμικῶν μηχανῶν πρὸς ἐξακόντισιν βελῶν ἤ θέσις ἐν ᾗ τοποθετοῦνται αἱ τοιαῦται μηχαναί, Πολύβ. 9. 41, 8, Διόδ. 20. 85· - ὡσαύτως βελοστασία, ἡ, Ἀθην. π. Μηχαν. σ. 6.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
batería artillera de catapultas Plb.9.41.8, cf. Ph.Bel.81.17, LXX Ie.28.27, 1Ma.6.20, Ez.4.2, D.S.20.85.
Greek Monolingual
βελόστασις, η (Α)
βελοστασία.
Russian (Dvoretsky)
βελόστᾰσις: εως ἡ место для метательного орудия, стрелковая позиция Polyb., Diod.