μετεώρισμα
From LSJ
οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions
English (LSJ)
ατος, τό, = μετεωρισμός (being raised up, swelling) II. 2, Metrod. Herc. 831.5 (pl.). gloss on φρύαγμα, Hsch.
German (Pape)
[Seite 159] τό, erkl. Hesych. durch φρόνημα.
Greek Monolingual
το (ΑΜ μετεώρισμα) μετεωρίζω
νεοελλ.
μετάβαση από ψηλά, μεταπήδηση
μσν.
1. συζήτηση για ανούσια ή ανόητα πράγματα
2. συζήτηση για κάτι μη πραγματικό, φαντασίωση
μσν.-αρχ.
έπαρση, υπερηφάνεια.