λεωκόνητος

From LSJ
Revision as of 10:37, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

οὐδέν γε πλὴν ἢ τὸ πέος ἐν τῇ δεξιᾷ → nothing, except for my penis in my right hand | nothing, except what I have in my right hand

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεωκόνητος Medium diacritics: λεωκόνητος Low diacritics: λεωκόνητος Capitals: ΛΕΩΚΟΝΗΤΟΣ
Transliteration A: leōkónētos Transliteration B: leōkonētos Transliteration C: leokonitos Beta Code: lewko/nhtos

English (LSJ)

v. λέως.

Greek Monolingual

λεωκόνητος και λεωκόνιτος, ὁ (Α)
ο εξολοθρευμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λεωκόνητος < λεῖος, με επίδραση του επιρρ. λέως «εντελώς, τελείως» + θ. κον- (του καίνω «σκοτώνω», πρβλ. παρακμ. κέ-κον-α), πρβλ. τρι-κόνητος, ο δε τ. λεωκόνιτος με πιθ. επίδραση του κονίω < κόνις «σκόνη»].