γαπόνος
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
v. γεώπονος.
Spanish (DGE)
v. γεωπόνος.
Greek Monolingual
γαπόνος, ο (δωρ. τ.) (Α)
ο γεωργός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γη (δωρ. γα) + -πόνος < πονώ, πονούμαι. Συνώνυμο της αρχαίας επίσης λ. γεωπόνος «γεωργός»].
Russian (Dvoretsky)
γᾱπόνος: ὁ дор. = γεωπόνος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γαπόνος, ὁ Dor. voor γεωπόνος.