κερασία
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
v. κερασέα.
German (Pape)
[Seite 1421] ἡ, dasselbe, nach Moeris hellenistisch für das attische κέρασος.
Greek (Liddell-Scott)
κερασία: ἡ, ἡ δόσις τοῦ ποτηρίου ὅπως πίῃ τις, κατὰ δὲ τὴν κερασίαν πιόντος τοῦ βασιλέως λέγουσιν οἱ βουκάλιοι Κ. Πορφυρ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 371, 7.
Greek Monolingual
κερασία, ἡ (Μ)
η προσφορά ποτηριού γεμάτου κρασί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < -κέρασις (< κεράννυμι) + κατάλ. -ία].