ἀβρίξ
From LSJ
ἄνευ γὰρ φίλων οὐδεὶς ἕλοιτ᾽ ἂν ζῆν, ἔχων τὰ λοιπὰ ἀγαθὰ πάντα → without friends no one would choose to live, though he had all other goods
English (LSJ)
v. ἄβρικτος.
German (Pape)
[Seite 4] (βρίζω), schlaflos, munter, Eur. Rhes. 736, nach Musgr. Emend. für ἄβριζε.
Greek (Liddell-Scott)
ἀβρίξ: «ἐγρηγόρως», Ἡσύχ. Ἔν τισι παλαιαῖς ἐκδόσεσι τοῦ Εὐριπίδου ἐφέρετο ἡ λέξις ἀβρίξ, ἀλλ’ αἱ νεώτεραι ἐκδόσεις διορθοῦσι τὸ χωρίον ἐν ᾧ εὑρίσκετο: «σίγα πᾶς, ὑφιζ’· ἴσως γὰρ εἰς βόλον τις ἔρχεται». Εὐρ. Ρῆσ. 730. Ἐκδ. Γ. Δινδορφίου, ἴδ. καὶ τὴν τοῦ F. A. Paley London. 1872.